Λικ Μπεσόν: Διαλέγουμε 5 ταινίες του «Γάλλου Σπίλμπεργκ» - αφιερωματα , photo gallery || cinemagazine.gr
ΒΡΙΣΚΕΣΤΕ ΕΔΩ: ΑΡΧΙΚΗ / ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ / PHOTO GALLERY
7:49
18/3

Λικ Μπεσόν: Διαλέγουμε 5 ταινίες του «Γάλλου Σπίλμπεργκ»

«Lucy» (2014) Αμέσως μετά το «Πέμπτο Στοιχείο», ο Μπεσόν έκανε μια επονείδιστη Ζαν Ντ’ Αρκ με την Γιόβοβιτς (1999 – και χώρισαν, εύλογο), επικεντρώθηκε για αρκετό καιρό στην συγγραφή και την παραγωγή
«Lucy» (2014)
Αμέσως μετά το «Πέμπτο Στοιχείο», ο Μπεσόν έκανε μια επονείδιστη Ζαν Ντ’ Αρκ με την Γιόβοβιτς (1999 – και χώρισαν, εύλογο), επικεντρώθηκε για αρκετό καιρό στην συγγραφή και την παραγωγή (όποτε ορίστε τα «Ταξί», τα «Taken», τα «Transporter» και οι Τζετ Λι) για να ξαναρχίσει σιγά-σιγά να σκηνοθετεί κιόλας. Παρακάμπτω τρεις κόμικ Αρθούρους που δεν έχω δει (και μάλλον σοφά έχω πράξει) για να προσγειωθώ στην «Lucy» με την Σκάρλετ Γιόχανσον, λίγο προτού αυτή απογειωθεί στο υπερδιάστημα ενός σεναρίου που δεν έχει κανέναν νόημα να ακολουθήσεις, αλλά (τυπικά) υπερσκελίζεται από αυτή την μανιακή προσήλωση του Μπεσόν στα concept ειδικά εφέ του που πολλές φορές λες και είναι το πρώτο κινούν μιας ιστορίας του. Τα υπερφυσικά εισιτήρια τού δίνουν ένα δίκιο, το άλλο είναι πως μπορείς και να το κλείσεις στο μισάωρο και να είναι σαν να το είδες όλο.

Να μην παρανοηθούμε, η διαφορά είναι χαώδης, όμως το είδος του δημιουργού που προσπαθεί να μετατρέψει ένα προσωπικό όραμα σε ελκυστικό θέαμα με αποδέκτη το μεγάλο κοινό, είναι αυτό που μοιράζεται ο σήμερα 66χρονος σκηνοθέτης με τον «δάσκαλό» του.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

 

Κι η αλήθεια είναι πως η πολυπραγμοσύνη και η μεταμόρφωσή του μέσα στα χρόνια από έναν post punk βιντεοκλιπά σε μείζονα φιγούρα του ευρωπαϊκού σινεμά – και αξιοσημείωτη μορφή του παγκόσμιου – επιτείνει αυτή την «Σπίλμπεργκ του φτωχού» παρομοίωση. Η διαφορά είναι πως ο Μπεσόν δεν απόλαυσε ποτέ την κριτική υπεράσπιση και δεν έχει προσπαθήσει ποτέ (ως σήμερα) να κυνηγήσει την βραβευτική καταξίωση, έστω, διακηρύσσοντας καλλιτεχνικά μια κληρονομιά της μεγάλης γαλλικής σχολής περασμένων δεκαετιών.

Από την άλλη, ο Μπεσόν, μετά τον Μπενέξ (που πια κανείς δυστυχώς δεν αναφέρει – κι υπήρξε ωραιότατος σκηνοθέτης) και μαζί με τον Καράξ, συστήνουν την αγία τριάδα των φαντεζίστικων Γάλλων σκηνοθετών του ’80, σκηνοθετών που λάνσαραν ένα σινεμά φόρμας (ελαφρώς ή βαρέως άδικα κατηγορημένου ως σινεμά ανούσιου), παράλληλο με την αγγλική σχολή εκείνης της εποχής των Έϊντριαν Λάιν και Άλαν Πάρκερ. Η κριτική ποτέ δεν αγάπησε αυτό το σινεμά, ίσως γιατί οι επιδράσεις της ποπ κουλτούρας στο σινεμά αυτό νόθευε στα μάτια της την καλλιτεχνική καθαρότητα.

Όπως και να ‘χει ο Μπεσόν, όχι μόνο έχει κάνει αγαπημένες «ταινίες κοινού», μία εκ των οποίων έχει σφραγίσει την γενιά της σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά έχει μετατραπεί σ’ έναν μεγιστάνα του σινεμά όντας παραγωγός και συχνότατα σεναρίστας τεράστιων επιτυχιών που παραδίδει ακόμα και σε άλλους σκηνοθέτες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, της κυοφορίας, της διαρκούς ανησυχίας, της προσπάθειας να βρει την ιδέα που θα πιάσει το μεγάλο κοινό, της παραγωγής (έχει φτιάξει τρεις δικές του εταιρείες!) και της απόστασης κριτικής αποτίμησης και εμπορικής επιτυχίας, ο Μπεσόν έρχεται ακόμα πιο κοντά ίσως τελικά στα αμερικανικά πρότυπά του.

Yπήρξε ένα τρελό πανκ παιδί που αγαπήσαμε στηn πρώτη μας νιότη, είναι ωραίο που κάνει το σινεμά που τον αντιπροσωπεύει, ίσως κάπου μπροστά του να παραμονεύει μια ακόμα ταινία που θα πλησιάσει την πρώτη του δεκαετία.